τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
τάπητας — τάπης carpet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… … Dictionary of Greek
χλοοτάπητας — ο, Ν βοτ. χλόη, δηλαδή πυκνή ποώδης χαμηλή βλάστηση, που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό κήπων, πάρκων και άλλων χώρων ή ως ασφαλιστικός τάπητας γηπέδων για την προστασία τών παικτών κατά τις πτώσεις, αλλ. χλωροτάπητας ή χορτοτάπητας, κν.… … Dictionary of Greek
ταπέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός τάπητας, μικρό χαλί. 2. τάπητας, χαλί: Το πάτωμα του καταστήματος έχει ταπέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
AULAEUM — apud Ulpianum l. sed et si quid 12. § 5. ff. de usufruct. velut Aulaei, inquit, vel alterius apparatus, ut et Cicer. pro Caelio; saepius et usitatius in plur. Aulaea legitur: quô nomine intelliguntur tapetes, quibus parietes et aulae ornatûs… … Hofmann J. Lexicon universale
δάπις — ( ιδος), η (Α) τάπητας, χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις ( ιδος) (ή τάπης, ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη … Dictionary of Greek
δαπίδιον — δαπίδιον, το (Α) [δάπις] μικρός τάπητας, χαλάκι … Dictionary of Greek
εφύπερθε(ν) — ἐφύπερθε(ν) (ΑΜ) επίρρ. υπεράνω, επάνω, από πάνω («στορέσαι γ ἐφύπερθε τάπητας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕπερ θε(ν)] … Dictionary of Greek
καρπέτα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 188 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. * * * η (Μ καρπέτα) νεοελλ. 1. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκεπάσματος 2. τάπητας μικρών διαστάσεων από μαλλί ή από… … Dictionary of Greek