τάπητας

τάπητας
ο
1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο.
2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — τάπης carpet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… …   Dictionary of Greek

  • χλοοτάπητας — ο, Ν βοτ. χλόη, δηλαδή πυκνή ποώδης χαμηλή βλάστηση, που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό κήπων, πάρκων και άλλων χώρων ή ως ασφαλιστικός τάπητας γηπέδων για την προστασία τών παικτών κατά τις πτώσεις, αλλ. χλωροτάπητας ή χορτοτάπητας, κν.… …   Dictionary of Greek

  • ταπέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός τάπητας, μικρό χαλί. 2. τάπητας, χαλί: Το πάτωμα του καταστήματος έχει ταπέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • AULAEUM — apud Ulpianum l. sed et si quid 12. § 5. ff. de usufruct. velut Aulaei, inquit, vel alterius apparatus, ut et Cicer. pro Caelio; saepius et usitatius in plur. Aulaea legitur: quô nomine intelliguntur tapetes, quibus parietes et aulae ornatûs… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δάπις — ( ιδος), η (Α) τάπητας, χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις ( ιδος) (ή τάπης, ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη …   Dictionary of Greek

  • δαπίδιον — δαπίδιον, το (Α) [δάπις] μικρός τάπητας, χαλάκι …   Dictionary of Greek

  • εφύπερθε(ν) — ἐφύπερθε(ν) (ΑΜ) επίρρ. υπεράνω, επάνω, από πάνω («στορέσαι γ ἐφύπερθε τάπητας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕπερ θε(ν)] …   Dictionary of Greek

  • καρπέτα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 188 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. * * * η (Μ καρπέτα) νεοελλ. 1. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκεπάσματος 2. τάπητας μικρών διαστάσεων από μαλλί ή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”